ηλεκτρίσιμος

ηλεκτρίσιμος
-η, -ο
αυτός ο οποίος μπορεί να ηλεκτρισθεί, αυτός που ηλεκτρίζεται εύκολα, δεκτικός ηλεκτρίσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλεκτρίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρηγ. Αλ. Χαντσερή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ηλεκτρίζω — 1. μεταδίδω σε κάτι ηλεκτρισμό, φορτίζω κάτι με ηλεκτρισμό 2. προκαλώ την ανάπτυξη ηλεκτρικών φορτίων στην επιφάνεια ενός σώματος, διοχετεύω ηλεκτρισμό 3. προξενώ σε κάποιον ηλεκτρικό κλονισμό, πλήττω κάποιον με ηλεκτρισμό 4. μτφ. διεγείρω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”